εκχυδάιση

εκχυδάιση
η
ο εκχυδαϊσμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκχυδάιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα τού εκχυδαΐζω* …   Dictionary of Greek

  • εκχυδαϊσμός — ο η εκχυδάιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”